λογίζομαι

λογίζομαι
+ V 11-9-36-27-38=121 Gn 15,6; 31,15; Lv 7,18; 17,4; 25,31
M: to count sth to sb, to reckon sth to sb [τι πρός τινα] Lv 27,23; to take into account, to have regard for [τι] Is 13,17; to count sb as, to account [τινα εἴς τινα] 1 Sm 1,13; to consider as [τι +pred.] Wis 5,4; to reckon that, to consider that [τινα +inf.] Is 53,4; id. [ὅτι +ind.] 1 Mc 6,9; to reckon upon doing, to plan to do [+inf.] 1 Sm 18,25
to think out, to plot (sth evil) [τι] 2 Sm 14,13; to think out, to devise (sth good) [τι] Jer 36(29),11
P: to be considered as [+pred.] Neh 13,13; id. [ὥς τινα] Gn 31,15; to be reckoned to sb as [τινι εἴς τι] Gn 15,6, see also Ps 105(106),31; to be reckoned to, to be credited to [τινι] Nm 18,27; to be reckoned to, to be classed among [τινι] 2 Sm 4,2
οὐκ ἐλογίσθη he was not esteemed, he was disrespected Is 53,3
*Is 44,19 ἐλογίσατο he considered-בשׁח for MT יבשׁי ⋄ובשׁ he brings back (to mind); *Ps 118(119),119 ἐλογισάμην I reckoned-בתישׁח for MT בתשׁה ⋄בתשׁ? you caused to cease?
Cf. HEIDLAND 1936, 24-102; HELBING 1928, 65-67
(→ἀναλογίζομαι, διαλογίζομαι, ἐκλογίζομαι, ἐπιλογίζομαι, καταλογίζομαι, παραλογίζομαι, προσλογίζομαι, συλλογίζομαι,,)

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λογίζομαι — βλ. πίν. 34 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λογίζομαι — count pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογίζομαι — και λογιέμαι (AM λογίζομαι, Μ και λογίζω) [λόγος] συλλογίζομαι, αναλογίζομαι, υπολογίζω, σκέπτομαι (α. «λογίζεσαι τί πρόκειται να γίνει τώρα;» β. «πρὸς δὲ τοὺς θρασέως ὁτιοῡν οἰομένους ὑπομεῑναι δεῑν... τὸν πόλεμον, ἐκεῑνα βούλομαι λογίσασθαι»,… …   Dictionary of Greek

  • λογίζομαι — λογίστηκα, λογισμένος 1. θεωρούμαι, λογιέμαι, λογαριάζομαι: Λογίζεται σοφός. 2. σκέφτομαι, λογαριάζω: Λογίζομαι το μέλλον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λελογισμένα — λογίζομαι count perf part mp neut nom/voc/acc pl λελογισμένᾱ , λογίζομαι count perf part mp fem nom/voc/acc dual λελογισμένᾱ , λογίζομαι count perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογίζεσθε — λογίζομαι count pres imperat mp 2nd pl λογίζομαι count pres ind mp 2nd pl λογίζομαι count imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λελογισμένον — λογίζομαι count perf part mp masc acc sg λογίζομαι count perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λελογισμένων — λογίζομαι count perf part mp fem gen pl λογίζομαι count perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λελογίσμεθα — λογίζομαι count perf ind mp 1st pl λογίζομαι count plup ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογιζομένων — λογίζομαι count pres part mp fem gen pl λογίζομαι count pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογιζόμεθα — λογίζομαι count pres ind mp 1st pl λογίζομαι count imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”